- ἐπιδιαιροῦνται
- ἐπιδιαιρέωdividepres ind mp 3rd pl (attic epic doric)ἐπιδιαιρέωdividepres ind mp 3rd pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιδιαιρώ — ἐπιδιαιρῶ, έω (AM) διαμοιράζω πάλι, διανέμω εκ νέου αρχ. 1. κάνω με εγχείρηση νέα εντομή 2. μέσ. ἐπιδιαιροῡνται μοιράζονται μεταξύ τους … Dictionary of Greek